άβακας

άβακας
I
Αρχιτεκτονικό στοιχείο, χαρακτηριστικό των αρχαίων ρυθμών: η πέτρινη ή μαρμάρινη, τετράγωνη, πολυγωνική ή κυκλική πλάκα, που είναι τοποθετημένη επάνω από το κιονόκρανο. Μικρού πάχους κατά την ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα, αποκτά μεγαλύτερο ύψος στη βυζαντινή εποχή και συχνά παίρνει τη μορφή του επιθήματος.
Άβακας σε δωρικό κιονόκρανο.
II
Όργανο υπολογισμών με το χέρι, κυρίως προσθέσεων και αφαιρέσεων. Το χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Έλληνες και οι Ρωμαίοι· επίσης, σε όλη την Ευρώπη κατά τη διάρκεια των μεσαιωνικών χρόνων και στην Άπω Ανατολή έως τα πρόσφατα ακόμα χρόνια. O ά. χρησιμοποιείται και σήμερα σε ορισμένες περιοχές ως βοηθητικό όργανο λογαριασμών· παράδειγμα τα στσιότ, που χρησιμοποιούν στα μεγάλα ρωσικά καταστήματα. Στη μορφή του σχολικού ά., με σφαιρίδια περασμένα σε μεταλλικά σύρματα, χρησιμοποιούταν ως εποπτικό μέσο διδασκαλίας των πρώτων στοιχείων της αριθμητικής.
O ά. αποτελείται από έναν πίνακα χωρισμένο σε στήλες. Η τελευταία δεξιά στήλη προορίζεται για τις μονάδες, η προτελευταία για τις δεκάδες, η προηγούμενη για τις εκατοντάδες κ.ο.κ. Κάθε στήλη περιέχει ένα σύνολο από όμοια αντικείμενα, που μπορούμε να τα ονομάσουμε στοιχεία. Αν θέλουμε να σημειώσουμε π.χ. τον αριθμό 375, τοποθετούμε 5 στοιχεία στην τελευταία στήλη, 7 στην προτελευταία και 3 στην προηγούμενη. Αν τώρα θέλουμε να προσθέσουμε στο 375 το 56, τοποθετούμε 6 ακόμα στοιχεία στην τελευταία στήλη και 5 στην προτελευταία. Θα έχουμε τότε: 11 στοιχεία στην τελευταία στήλη, 12 στην προτελευταία και 3 στην προηγούμενη. Η θεμελιώδης αρχή λειτουργίας του ά. έγκειται στην αντικατάσταση δέκα στοιχείων της μιας στήλης με ένα της αμέσως προηγούμενης. Έτσι, στο παράδειγμά μας, αφαιρούμε 10 στοιχεία από την τελευταία και τοποθετούμε ένα στην προτελευταία· από αυτήν πάλι αφαιρούμε 10 στοιχεία και τοποθετούμε ένα στην προηγούμενη.
Είναι γνωστοί παλιοί ά. ποικίλων σχημάτων και μορφών: πίνακες καλυμμένοι με άμμο ή κερί, μεταλλικοί πίνακες με εγχάρακτες αύλακες, όπου μετακινούνται κατάλληλα στοιχεία, πίνακες σε μορφή σκακιέρας, ά. με διάτρητους δίσκους κλπ.
Βίβλος του άβακος (Liber abaci)ονομάστηκε το βιβλίο του Λεονάρντο Φιμπονάτσι, που διέδωσε τα αραβικά ψηφία και το νέο σύστημα συμβολικού λογισμού στη χριστιανική Ευρώπη του 13ου αι.
* * *
1. όργανο εκτελέσεως αριθμητικών πράξεων
2. το επάνω τμήμα τού κιονόκρανου
3. τετράγωνο πλακάκι για επένδυση τοίχων ή επίστρωση δαπέδων
νεοελλ.
1. μικρή πλάκα από σχιστόλιθο πάνω στην οποία έγραφαν με πετροκόνδυλο οι μικροί μαθητές, η πλάκα, το αβάκιο
2. το επάνω επίπεδο τμήμα τής πρύμνης των ξύλινων πλοίων, όπου συνήθως γράφουν τα στοιχεία τού σκάφους (κν. καθρέφτης ή αϊνάς)
3. μικρή ορθογωνισμένη πλάκα που χρησιμοποιείται σε τοπογραφικές εργασίες
4. τμήμα τής σκοπευτικής διόπτρας τού πυροβόλου
αρχ.
1. τετράπλευρη σανίδα ή τραπέζι που χρησιμοποιούσαν τα αθηναϊκά δικαστήρια για την αρίθμηση τών δικαστικών ψήφων
2. στον πληθ. οι άβακες τμήμα τού θεάτρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η προέλευση τής λ. από το εβρ. 'ābāq (= σκόνη) δεν θεωρείται σημασιολογικά ικανοποιητική.
ΠΑΡ. αρχ. ἀβάκιον, ἀβακίσκος
νεοελλ.
αβακωτός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἄβακας — ἄβαξ speechless masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αβάκιο — το (AM ἀβάκιον) [ἄβακας] νεοελλ. η μαθηματική πλάκα, ο άβακας μσν. έκθεση μπροστά από εργαστήρια τών εμπορευμάτων που προορίζονταν για πώληση (συνών. προβολή, κραββατίνα, καθέδρα) αρχ. ως υποκ. τού ἄβαξ …   Dictionary of Greek

  • κίονας — Ένα από τα κύρια στοιχεία των απλών ορθοστατικών κατασκευών. Μπορεί να έχει διάφορες μορφές και διαστάσεις, αλλά γενικά αποτελείται από τρία μέρη, τη βάση, τον κορμό και το κιονόκρανο (εκτός από τον δωρικό κ., ο οποίος δεν έχει ιδιαίτερη βάση).… …   Dictionary of Greek

  • άβαξ — ἄβαξ βλ. άβακας …   Dictionary of Greek

  • αβακίσκος — ἀβακίσκος, ο (Α) [άβακας] 1. μικρή πέτρα ή ψήφος κατάλληλη για ψηφιδωτό 2. το ίδιο το ψηφιδωτό ή μέρος του …   Dictionary of Greek

  • αβακοειδής — ες (Μ ἀβακοειδής) [ἄβακας] αυτός που έχει σχήμα άβακα …   Dictionary of Greek

  • αβακοπλάστης — ο αυτός που κατασκευάζει αβακοειδείς πλίνθους για οικοδομές. [ΕΤΥΜΟΛ. < άβακας + πλάστης] …   Dictionary of Greek

  • αβακοπώλης — ο πωλητής αβακίων (πλίνθων, πλακών κ.λπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < άβακας + πώλης < πωλώ] …   Dictionary of Greek

  • αβακοστρώνω — στρώνω, καλύπτω το έδαφος με αβακοειδείς πλάκες, πλακοστρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < άβακας + στρώνω. ΠΑΡ. αβακοστρώστης] …   Dictionary of Greek

  • αινάς — ο το επάνω μέρος τής πρύμης, καθρέφτης, άβακας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκοπερσ. ayna] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”